- κατεζητημένως
- κατεζητημένως (Α)επίρρ. σε εξεζητημένο ύφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατεζητημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. καταζητῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατεζητημένως — κατά ζητέω seek perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)